ευρυλογώ

ευρυλογώ
εὐρυλογῶ, -έω (Μ)
μιλώ με υπερβολική διεξοδικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -λογώ (< λόγος), πρβλ. κακο-λογώ, πολυ-λογώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • ευρυλογία — εὐρυλογία, ἡ (Μ) [ευρυλογώ] υπερβολικά διεξοδικός λόγος, πολυλογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”